δούλεψη — η 1. εργασία, δουλειά: Τον είχε από μικρό στη δούλεψή του. 2. εξυπηρέτηση, εκδούλευση: Του χρωστάω πολλά για τη δούλεψη που μου έκανε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδουλεψιά — η [δούλεψη] 1. έλλειψη εργασίας, ανεργία 2. αποχή από την εργασία, τεμπελιά, οκνηρία 3. (για αγρούς) έλλειψη καλλιέργειας ή κακή καλλιέργεια … Dictionary of Greek
αναδουλεψιά — η ατελής, πρόχειρη κατασκευή, κακοδούλεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + *δουλεψιά < δούλεψη] … Dictionary of Greek
δούλευσις — η βλ. δούλεψη … Dictionary of Greek
χήρεψη — η, Ν χηρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήρευσις (πρβλ. δούλεψη: δούλευσις)] … Dictionary of Greek
ακολουθητικός — ή, ό ο πρόθυμος να ακολουθά, ο εξακολουθητικός: Τον είχε χρόνια στη δούλεψή του· ήταν εργατικός, λιγόλογος κι ακολουθητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρογιάζω — ιασα, παίρνω κάποιον στη δούλεψή μου με μισθό (ρόγα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)